- στεγάσματα
- στέγασμαanything which coversneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεγάσματ' — στεγάσματα , στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc pl στεγάσματι , στέγασμα anything which covers neut dat sg στεγάσματε , στέγασμα anything which covers neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτνωμα — τό, Α (κατά τον Ησύχ.) «στεγάσματα οἴκου». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φάτνωμα] … Dictionary of Greek
πήλινος — η, ο / πήλινος, ίνη, ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ [πηλός] κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ. γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοι οι πήλινοι ανδριάντες 2. φρ.… … Dictionary of Greek
στέγασμα — το, ΝΜΑ [στεγάζω] σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι νεοελλ. 1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι 2. το στέγαστρο αρχ. φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ … Dictionary of Greek